- ὑποβολεῖς
- ὑποβολεύςsuggestermasc acc plὑποβολεύςsuggestermasc nom/voc pl (parad-form)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Chantre (christianisme) — cantoria de Florence Le mot « chantre » vient du latin cantare, chanter, ce qui a donné cantor (pluriel cantores) forme latine de chantre et canticum, chant religieux, cantique. Un chantre est avant tout un chanteur, dans le chœur d une … Wikipédia en Français
υποβολέας — ο / ὑποβολεύς, έως, ΝΜΑ (στο θέατρο) άτομο που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το κείμενο τού ρόλου τους για να τούς βοηθάει στο έργο τους (α. «ο υποβολέας δεν ακουγόταν καθόλου» β. «τοῡ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς… … Dictionary of Greek